- κλητικός
- κλητικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
κλητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, αυτός που γίνεται με την κλήση: Αυτό είναι κλητικό επιφώνημα. 2. το θηλ. κλητική ως ουσ., σημαίνει την πτώση με την οποία καλούμε κάτι ή κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλητικά — κλητικός of neut nom/voc/acc pl κλητικά̱ , κλητικός of fem nom/voc/acc dual κλητικά̱ , κλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικῶν — κλητικός of fem gen pl κλητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικόν — κλητικός of masc acc sg κλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικαῖς — κλητικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικαί — κλητικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικοῖς — κλητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικοί — κλητικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικοῦ — κλητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)